- οσφυαλγικός
- -ή, -ό [οσφυαλγία]1. ο σχετικός με την οσφυαλγία2. ως ουσ. αυτός που πάσχει από οσφυαλγία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οσφυαλγικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην οσφυαλγία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)